ανεισοδος

ανεισοδος
    ἀνείσοδος
    ἀν-είσοδος
    2
    неприступный, недоступный
    

(πόλις, αὐλή Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεισοδος" в других словарях:

  • ανείσοδος — ἀνείσοδος, ον (Α) απρόσιτος, απροσπέλαστος …   Dictionary of Greek

  • ἀνείσοδον — ἀνείσοδος without entrance masc/fem acc sg ἀνείσοδος without entrance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»